σπινθηρισμός

σπινθηρισμός
Φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένα ιονισμένο σωματίδιο, διασχίζοντας ορισμένες ουσίες, προκαλεί, κατά το μήκος της διαδρομής του, εκπομπή φωτονίων με συχνότητα που περιλαμβάνεται στο φάσμα των φωτεινών ακτινοβολιών. Ο σ., που συνοδεύει τις πυρηνικές ακτινοβολίες, μας οδηγεί σε ένα γενικότερο φαινόμενο, τη φωταύγεια, την εκπομπή δηλαδή, υπό μορφή φωτός, της ενέργειας που απορροφιέται από ένα σώμα. Τα αίτια της φωταύγειας μπορεί να είναι μηχανικά, χημικά ή θερμικά. Στην περίπτωση του σ. προέρχεται από τη διέγερση ή τον ιονισμό των ατόμων που προκαλείται στο σώμα καθώς υφίσταται απότομη απώλεια ενέργειας από τα σωματίδια που το διασχίζουν. Η παρατήρηση των σ. υπήρξε μια από τις πρώτες μεθόδους ανίχνευσης των πυρηνικών ακτινοβολιών. Ο Ράδερφοντ και οι συνεργάτες του παρατηρούσαν το σ. με μικροσκόπια, σήμερα όμως χρησιμοποιούνται μετρητές σ. που, αντί για μικροσκόπια, διαθέτουν φωτοπολλαπλασιαστές και ηλεκτρονικούς επιλογείς και μετρητές, οι οποίοι διακρίνουν, από την ένταση της λάμψης του φωτός, τις διάφορες ακτινοβολίες και καταγράφουν τον αριθμό τους. Τα γνωστά σήμερα σπινθηρίζοντα υλικά είναι πολλά και με διάφορα χαρακτηριστικά. Οι ανόργανοι κρύσταλλοι, επειδή έχουν υψηλή πυκνότητα και υψηλό ατομικό βάρος, είναι κατάλληλοι για την ανίχνευση ακτινοβολιών. Οι οργανικοί κρύσταλλοι και τα ευγενή αέρια παρουσιάζουν πλεονεκτήματα εφαρμογής στις επιταχυντικές μηχανές. Υπάρχουν επίσης οργανικά υγρά και σπινθηρίζοντα διαλύματα.
* * *
ο, ΝΜ [σπινθηρίζω]
η εκπομπή σπινθήρων, το σπιθοβόλημα
νεοελλ.
1. φυσ. κάθε απότομη μεταβολή τής έντασης, τής ταχύτητας, τής συχνότητας ή άλλου χαρακτηριστικού ενός φαινομένου ή συσκευής, όπως λ.χ. τού φωτός, οι διακυμάνσεις τής ταχύτητας μιας διάταξης αναπαραγωγής, η διακύμανση τής συχνότητας ενός ταλαντωτή ή ενός πομπού ραδιοηλεκτρικών κυμάτων
2. φρ. α) «σπινθηρισμός αστέρων»
αστρον. η στίλβη
β) «σπινθηρισμός ραδιοπομπού»
(ραδιοτεχνολ.) το σύνολο τών ανεπιθύμητων διακυμάνσεων τής φέρουσας συχνότητας σε ένα ραδιοφωνικό κύμα, ιδίως όταν αυτές είναι έντονες και απότομες
γ) «απαριθμητής σπινθηρισμού»
φυσ. διάταξη ανίχνευσης τής ραδιενέργειας η οποία βασίζεται στην παραγωγή μιας φωτεινής αναλαμπής που είναι αποτέλεσμα τής απορρόφησης μιας ακτινοβολίας από ορισμένα κατάλληλα στερεά ή υγρά υλικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμαρυγή — ἀμαρυγή, η (AM) [ἀμαρύσσω] 1. (για κινούμενα σώματα) μαρμαρυγή, σπινθηρισμός, ακτινοβολία, λάμψη 2. γρήγορη κίνηση …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • σπινθήρισμα — το, Ν [σπινθηρίζω] σπινθηρισμός …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρογράφημα — (Ιατρ.). Η τοπογραφική απεικόνιση των ραδιενεργών ακτίνων, που εκπέμπονται από διάφορα όργανα του σώματος, ύστερα από την εισαγωγή στον οργανισμό της ουσίας που περικλείει ραδιενέργεια. Το σ. στηρίζεται στην ιδιότητα μερικών ραδιενεργών σωμάτων… …   Dictionary of Greek

  • σπινθήρισμα — σπινθήρισμα, το και σπινθηρισμός, ο εκπομπή σπινθήρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπινθηροβόλημα — σπινθηροβόλημα, το και σπινθηροβολιά, η σπινθηρισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”